Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια διεξάγεται μια συζήτηση που δεν φαίνεται να έχει τελειωμό γύρω από την αξία της γραμματικής ως συνιστώσας του μαθήματος, κυρίως κάτω από την επίδραση της επικοινωνιακής στροφής στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών γενικά. Δεν θα ήταν συνεπώς διόλου περιττό να παρακολουθήσουμε όλη την ιστορική εξέλιξη της γραμματικής, δηλαδή πώς έχασε (;) το θρόνο της και μετεξελίχθηκε σ΄ένα απλό βοηθητικό εργαλείο κατά την εκμάθηση ξένων γλωσσών.
του Σπύρου Κουκίδη
Παλαιότερα, όταν μάθαινε κανείς μια ξένη γλώσσα, τα πάντα άρχιζαν και τέλειωναν με γραμματική, όσο γίνεται πιο ενιαία και πλήρη. Η «γραμματικομεταφραστική μέθοδος» κυριαρχούσε. Στο μάθημα γινόταν γραμματική ανάλυση και κατόπιν μετάφραση ξενόγλωσσων κειμένων που είχαν υποστεί ανάλογη επεξεργασία. Γινόταν εξήγηση των γραμματικών κανόνων και μεταφραστικές ασκήσεις από την ξένη γλώσσα στη μητρική γλώσσα των διδασκομένων και αντίστροφα. Επρόκειτο για μια σίγουρη – και προφανώς σίγουρα βαρετή του θανατά – μέθοδο, η οποία φαινόταν να ταιριάζει γάντι στη διδασκαλία της γερμανικής γλώσσας, μια και το γνωστό γνωμικό «Γερμανική γλώσσα, δύσκολη γλώσσα» έβρισκε την εξήγησή του στο ότι η γερμανική γραμματική είναι ένα σύνθετο κατασκεύασμα με πολλούς αυστηρούς κανόνες και εξαιρέσεις που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Φυσικά η συνθετότητα της γερμανικής γλώσσας έκτοτε δεν άλλαξε, ευτυχώς όμως άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο την αντιμετωπίζουμε. Ως αντίρροπη τάση προς τη γραματικομεταφραστική μέθοδο εμφανίστηκε η λεγόμενη «ευθεία μέθοδος». Εδώ δεν ήταν πια στο επίκεντρο του μαθήματος η μετάδοση της γραμματικής, αλλά η φυσική εκμάθηση της γλώσσας. Η ξένη γλώσσα έπρεπε να γίνει κτήμα των διδασκομένων μέσω της μίμησης, όπως δηλαδή μαθαίνει ένα παιδί τη μητρική του γλώσσα, χωρίς την ενοχλητική παρεμβολή της μητρικής γλώσσας των διδασκομένων.
Όλα ωραία και καλά, ωστόσο σύντομα έγινε και η «ευθεία μέθοδος» αντικείμενο κριτικής, επειδή το μεγάλο βάρος που δινόταν στην ακουστική και προφορική δεξιότητα αφαιρούσε χώρο από το γραπτό κομμάτι («διαβάζω» και «γράφω») και έτσι είχαμε άνιση μεταχείριση των τεσσάρων δεξιοτήτων. Εξάλλου, σε αντίθεση προς ένα παιδί, που όντως μαθαίνει εύκολα μια γλώσσα ή γλώσσες κυρίως μέσω της μίμησης, ένας ενήλικος έχει ήδη ολοκληρώσει την κοινωνικοποίησή του στην πρώτη, δηλαδή τη μητρική, γλώσσα και συχνά δεν είναι πρόθυμος να μπει στη διαδικασία του «ακούω και επαναλαμβάνω». Εν τω μεταξύ έχουν προκύψει και σοβαρές ενστάσεις αναφορικά με τον εξοβελισμό της μητρικής γλώσσας των διδασκομένων από το μάθημα. Σύμφωνα με πολλούς ειδικούς η μητρική γλώσσα δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά βοηθά να αντιληφθεί ο διδασκόμενος ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στις δύο γλώσσες ή και να εξηγηθούν γραμματικά φαινόμενα πιο γρήγορα και σίγουρα. Και κατά κανόνα η σύγκριση γραμματικών και γλωσσικών δομών βοηθά στην κατανόηση μιας ξένης γλώσσας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, και ως απόρροια της επερχόμενης παγκοσμιοποίησης, η οποία επαναπροσδιόρισε τις απαιτούμενες γλωσσικές γνώσεις για τον παγκόσμιο πληθυσμό, έχει επικρατήσει η «επικοινωνιακή μέθοδος» ως οδηγός για την ανάπτυξη και εξέλιξη διδακτικού υλικού. Μια ξένη γλώσσα δεν μαθαίνεται πια ως ξερή γνώση για ενδεχόμενη χρήση αργότερα. Στόχος του μαθήματος είναι η ικανότητα επικοινωνίας με άλλα άτομα χρησιμοποιώντας και αξιοποιώντας τις γνώσεις και τις δημιουργικές ικανότητες καθενός. Το διδακτικό υλικό, που παίρνει σοβαρά υπόψη τα ενδιαφέροντα των διδασκομένων επιτρέπει ένα σε μεγάλο βαθμό ανοικτό μάθημα με διάφορες μορφές εργασίας, επικοινωνίας και άσκησης, τώρα πια η γραμματική προσφέρεται μέσω επικοινωνιακών πλαισίων και όχι σαν ένα αυστηρό σύνολο κανόνων.
Εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε και το «Ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τις γλώσσες», το οποίο επιτρέπει να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτηση «Γραμματική: Ναι ή όχι;». Αρκεί παραδείγματος χάριν μια ματιά στον κατάλογο κριτηρίων και αξιολόγησης της παραγωγής γραπτού και προφορικού λόγου στις εξετάσεις πιστοποίησης ήδη από το επίπεδο Β1 και πάνω: Η γραμματική ορθότητα κρίνεται με βάση την κατανοητότητα. Αυτή η βασική αρχή διαπερνά όλη τη σύγχρονη διδακτική ξένων γλωσσών: Φεύγουμε από την αναλυτική γνώση κανόνων και στρεφόμαστε προς τη δυνατότητα πρακτικής χρήσης της γλώσσας. Αυτό σημαίνει ότι η γραμματική δεν διδάσκεται πια ως απομονωμένο, αυτόνομο σύστημα, αλλά τοποθετείται σε επικοινωνιακές περιστάσεις της καθημερινής ζωής. Εδώ βέβαια πρέπει – ειδικά στην πλευρά των διδασκόντων – να πρυτανεύσει το μέτρο και να σκεφτούν αν στη δεδομένη χρονική στιγμή η συνειδητοποίηση των τύπων και δομών βοηθά περισσότερο από την αυτόματη επανάληψή τους. Την απάντηση τη δίνουν οι ίδιοι οι διδασκόμενοι: Όσοι έχουν εμπειρία και γνώση γλωσσικών δομών γενικά, απαιτούν συχνά την εξήγηση των κανόνων, γιατί είναι σε θέση να κάνουν νέες γραμματικές δομές κτήμα τους καλύτερα, όταν τις καταλαβαίνουν. Χρειάζονται τους κανόνες τόσο για την αυτόνομη παραγωγή λόγου όσο και για την αυτοδιόρθωση. Σε αντίθεση προς αυτή την ομάδα, διδασκόμενοι που δεν είναι συνηθισμένοι στη συστηματική διδασκαλία βοηθούνται περισσότερο οδηγούμενοι επαγωγικά στις αναγκαίες γραμματικές γνώσεις, γνωρίζοντας καταρχήν απλούς, συνοπτικούς κανόνες. Διδασκόμενοι με γραμματικά «πλούσια» μητρική γλώσσα, π.χ. Έλληνες, εκτιμούν κατά κανόνα την αναλυτική παρουσίαση της γραμματικής, κάτι που κάνει Αμερικάνους να φρικάρουν.
Η προβοκατόρικη ερώτηση «Τελικά πόση γραμματική χρειάζεται ο άνθρωπος;» δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, γιατί, έτσι όπως είναι διατυπωμένη η ερώτηση, αγνοείται ένας πολύ σημαντικός παράγοντας: το λεξιλόγιο. Κάθε πιθανή απάντηση εξαρτάται από το πόσο ευρύς είναι ο όρος «γραμματική» στο μυαλό καθενός. Περιορίζοντας τη γραμματική στο σχηματισμό συγκεκριμένων τύπων και στη σύνδεση λέξεων σε εκφράσεις και προτάσεις, δηλαδή στη μορφολογία και το συντακτικό, κάνει το ίδιο σφάλμα με κάποιον που πιστεύει ότι όλη η γλωσσολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά γραμματική. Υπό την ευρεία έννοια όμως η γραμματική, πέρα από τη μορφολογία και το συντακτικό, περιλαμβάνει και το λεξιλόγιο, τη σημασιολογία και τη φωνητική. Ως προς τη λειτουργία που επιτελούν είναι κατά βάση αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη γραμματική από το λεξιλόγιο, κατανοητή επικοινωνία είναι εφικτή τόσο με τη βοήθεια καθαρά γραμματικών δομών (Θα πετάξω για Αμβούργο) ή με λεξιλογικά μέσα (Μεθαύριο πετάω για Αμβούργο) ή – το καλύτερο ίσως – με το συνδυασμό τους (Μεθαύριο θα πετάξω για Αμβούργο).
Το καινούριο λοιπόν είναι: Κατά την εκμάθηση ξένων γλωσσών το λεξιλόγιο μετακινείται από την περιφέρεια στο επίκεντρο της προσοχής των γλωσσολόγων, θεωρούμενο πια ως ουσιαστικό κομμάτι της γραμματικής. Δεν είναι δυνατό να υπάρξει γραμματική ελεύθερη από λεξιλόγιο, ούτε όμως και λεξιλόγιο ελεύθερο από γραμματική. Από τη στιγμή που θα ασχοληθεί κάποιος με αυτό το δυϊσμό και θα τον αποδεχτεί, παύει να τον απασχολεί η αναζήτηση της απάντησης στο ερώτημα ποια είναι η θέση της γραμματικής στο πλαίσιο της σύγχρονης διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Η γραμματική σχηματίζει από το λεξιλόγιο – μέσω κανόνων κλίσης ουσιαστικών, ρημάτων κτλ, σχηματισμού του πληθυντικού, παραγωγής λέξεων και συντακτικού – τη ζωντανή γλώσσα. Η γραμματική αποτελεί το συνδετικό ιστό της γλώσσας, μόνη της όμως, χωρίς στερεές βάσεις λεξιλογίου, δεν μπορεί να καταφέρει πολλά πράγματα. Αυτός που μιλά «σπασμένα γερμανικά» έχει κενά στις γνώσεις γραμματικής που πρέπει να καλυφθούν. Και αυτός που ξέρει απέξω τους τύπους και των πάνω από 150 (απλών) ανωμάλων ρημάτων, π.χ. „kommen“, δεν γνωρίζει όμως τη διαφορετική σημασία συνθέτων ρημάτων, π.χ. „ankommen, aufkommen, bekommen, auskommen...“ έχει δεδομένα κενά στο λεξιλόγιο, τα οποία πρέπει να καλυφθούν. Όλα είναι υπόθεση γραμματικής.