Πολύ συχνά ερχόμαστε στον εκδοτικό οίκο αντιμέτωποι με την εξής ερώτηση: «Γεια σας, έχω ένα μαθητή που θέλει σε δύο μήνες να μετακομίσει στην Γερμανία/Αυστρία/Ελβετία και με παρακάλεσε σ΄ αυτό το διάστημα να του μάθω τα βασικά Γερμανικά και αυτό με 2-3 ώρες μάθημα την εβδομάδα. Τι μου προτείνετε;» Ο Μαρκ Τουέιν, ο οποίος είχε πει ότι κάποιος μαθαίνει Αγγλικά σε τρεις μήνες, Γαλλικά σε τρία χρόνια και Γερμανικά ούτε σε 30 χρόνια, θα γελούσε σαρκαστικά.
του Βαγγέλη Κουκίδη
Ως καθηγητής Γερμανικών τείνω να απαντώ: «Δεν θα αναλάβω το μάθημα, ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον», αλλά ως εκπρόσωπος του εκδοτικού οίκου οφείλω φυσικά να συμβουλέψω και να εξυπηρετήσω τους πιστούς μας πελάτες όσο το δυνατόν καλύτερα, ώστε να μπορούν έπειτα να αποφασίσουν οι ίδιοι, αν θα αναλάβουν ή θα απορρίψουν ένα τέτοιο εγχείρημα.
Πρώτα από όλα πρέπει να διαπιστώσουμε, αν το χρονικό περιθώριο που μας δίνεται είναι όντως σταθερό ή όχι. Γιατί αυτοί οι «δύο μήνες» στην τελική είναι τρεις, τέσσερις ή και έξι μήνες ή στον μαθητή φαίνονται τελικά τα Γερμανικά ελκυστικά και θέλει να επενδύσει περισσότερο χρόνο και έτσι αυξάνονται οι εβδομαδιαίες ώρες από τρεις σε πέντε.
Έπειτα πρέπει να εξετάσουμε τι είδους μαθητή/τρια έχουμε απέναντι μας. Τα κριτήρια είναι ξεκάθαρα:
- Έχει ασχοληθεί ξανά ο/η μαθητής/τρια με τα Γερμανικά;
- Πότε πήρε την τελευταία φορά μέρος σε οργανωμένο μάθημα Γερμανικών;
- Γενικότερα είναι συνηθισμένος/η να μαθαίνει;
- Ποιες άλλες ξένες γλώσσες μιλάει και πόσο καλά;
- Πόσο χρόνο μπορεί να επενδύσει;
- Τι θέλει να κάνει στην Γερμανία/Αυστρία/Ελβετία; Να δουλέψει; Ως τι;
Αν έχουμε τις απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις, ξέρουμε περίπου πως να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Θα αναφερθώ σε τρία κλασικά παραδείγματα υποψηφίων:
Α. Η δυσκολότερη περίπτωση
Εδώ έχουμε έναν υποψήφιο που δεν είναι ο ιδανικός μαθητής. Οι ξένες γλώσσες δεν είναι το φόρτε του και γενικότερα δεν έχει κάποια ανώτερη εκπαίδευση. Τις περισσότερες φορές δεν θέλει να μάθει Γερμανικά, αλλά είναι αναγκασμένος, γιατί δεν βλέπει μέλλον στην δική του χώρα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να πράττουμε ρεαλιστικά. Συχνά έχουμε να αντιμετωπίσουμε προβλήματα που συνήθως δεν έχουμε με άλλους/ες μαθητές/τριες. Ακόμα θυμάμαι αυτόν τον έναν πολύ ευγενικό, αλλά συνάμα πολύ αδύναμο μαθητή ο οποίος με ρώτησε – εφόσον είχα εξηγήσει ότι τώρα θα μιλήσουμε για την κλίση των ρημάτων στον Ενεστώτα – τι είναι το ρήμα. Προφανώς του έλειπαν γνώσεις Γραμματικής και Συντακτικού και στη μητρική του γλώσσα, αλλά καταλάβαινε λίγο-πολύ ενστικτωδώς πώς λειτουργεί μια γλώσσα.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα έβαζα έναν αρκετά απλό στόχο, δηλαδή να κατέχει μετά από δύο μήνες τα απολύτως απαραίτητα του επιπέδου Α1.1. Για διδακτική σειρά θα έπαιρνα κάτι πολύ απλό όπως το «Herzlich willkommen!» από τον Cornelsen, το οποίο είναι κατάλληλο για μια εύκολη εισαγωγή στη γλώσσα και έχει στο επίκεντρο τις δεξιότητες Hören και Sprechen. Ιδιαίτερα σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις πρέπει να δουλεύουμε με μια διδακτική σειρά, ώστε ο/η υποψήφιος/α να ξέρει τι γίνεται με το πρότζεκτ «μαθαίνω Γερμανικά». Είναι σημαντικό οι μαθητές/τριες να καταλάβουν τις βασικές δομές της γερμανικής γλώσσας και να κατακτήσουν ένα αξιοπρεπές βασικό λεξιλόγιο. Αν μπορούν με τη δική μας βοήθεια να αποκτήσουν μια καλή βάση, θα μπορούν αργότερα σε μια γερμανόφωνη χώρα να διευρύνουν γρήγορα τις γνώσεις τους. Κατά κανόνα θα απέρριπτα οποιοδήποτε βιβλίο Γραμματικής, παρότι οι ενήλικες μαθητές πολύ συχνά το ζητάνε. Περεταίρω υλικό επίσης δεν χρειάζεται, το μόνο που ίσως θα πρόσθετα στο μάθημα θα ήταν κάποια πράγματα από την καθημερινότητα όπως για παράδειγμα διαφημίσεις τις οποίες ο/η μαθητής/τρια θα συναντά πολύ συχνά στην καθημερινή ζωή.
Β. Η κανονική περίπτωση
Πρόκειται για μέτριο/α προς καλό/ή μαθητή/μαθήτρια. Δεν είναι ιδιοφυία, αλλά ούτε και μια δύσκολη περίπτωση. Σ’ αυτή την ομάδα ανήκω μάλλον και εγώ όπως και ο περισσότερος κόσμος. Δεν με χαρακτηρίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην εκμάθηση μιας γλώσσας, αλλά δεν είμαι και κανένα μοναδικό ταλέντο.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα ακολουθούσα την εξής στρατηγική: ξεκινάμε με κανονικό ρυθμό και βλέπουμε πόσο θα προχωρήσουμε. Αναλόγως μπορούμε να προσαρμόσουμε το μάθημα. Το να βγει η ύλη του επιπέδου Α1 σε μερικούς μήνες συνήθως είναι ένας λογικός στόχος, ίσως μπορούμε να επεξεργαστούμε και λίγη ύλη από το Α2.1.
Εδώ θα επέλεγα ένα πολύ επικοινωνιακό διδακτικό βιβλίο όπως το «Pluspunkt Deutsch – Leben in Deutschland» από Cornelsen το οποίο ναι μεν δεν έχει σχεδιαστεί ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις, αλλά λειτουργεί εξαιρετικά. Το Pluspunkt Deutsch είναι ένα βιβλίο για «τμήματα ένταξης», αυτό σημαίνει ότι όποιος μαθαίνει μ’ αυτό, θα μπορούσε να βγει μετά το μάθημα στο δρόμο και να μιλήσει Γερμανικά, αφού θα βρισκόταν σε γερμανόφωνο περιβάλλον. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι τέτοια βιβλία τόσο επικοινωνιακά, επειδή μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα ως εργαλείο όχι μετά από έξι μήνες, αλλά μετά από έξι λεπτά. Ένα βιβλίο Γραμματικής πάλι δεν είναι απόλυτα απαραίτητο, αλλά επειδή οι ενήλικοι θεωρούν ότι είναι αναγκαίο, θα πρότεινα την «Γερμανική γραμματική και συντακτικό» από τις εκδόσεις Praxis, η οποία καλύπτει όλα τα επίπεδα από το μηδέν μέχρι το Γ2+ και η οποία απευθύνεται στους/στις μαθητές/τριες όπως ένας καθηγητής και όχι όπως ένας ακαδημαϊκός. Ως επιπλέον υλικό θα συνιστούσα εφημερίδες και περιοδικά, βίντεο στο YouTube ή οτιδήποτε άλλο για το οποίο υπάρχει χρόνος.
Γ. Η σούπερ-περίπτωση
Ναι, υπάρχει και αυτό! Και είμαστε τυχεροί, όταν πετύχουμε μια τέτοια περίπτωση! Η περίπτωση Α χρειάζεται να ακούσει κάτι δέκα φορές για να το καταλάβει, η περίπτωση Β δύο ή τρεις, ενώ η σούπερ-περίπτωση ακούει κάτι μισή φορά και το κατέχει. Οι γιατροί ανήκουν συνήθως σ’ αυτή την κατηγορία.
Σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε να ανταπεξέλθουμε σ’ ένα ευκολότερο καθήκον. Αυτοί οι μαθητές είναι σα μηχανές και αφομοιώνουν τις γνώσεις απίστευτα γρήγορα, με αποτέλεσμα η μόνη έγνοια του διδάσκοντα να είναι να παραμένει το μάθημά του ενδιαφέρον.
Το τελευταίο διάστημα δουλεύω σε τέτοιες περιπτώσεις το «studio [express]» από Cornelsen ένα υπέροχο βιβλίο-εξπρές για ενήλικες αρχάριους. Έτσι κάλυψα για παράδειγμα με μια νέα ιατρό, η οποία μάθαινε μαζί μου για πρώτη φορά Γερμανικά, σε 34 διαδικτυακά μαθήματα τα επίπεδα Α1 έως Β1, δηλαδή 34 ενότητες σε 34 συναντήσεις των 120 λεπτών, μια ενότητα ανά μάθημα. Η μαθήτρια ήταν πολύ συνεπής και φυσικά διάβαζε και μόνη της πάρα πολύ. Αυτό το διδακτικό βιβλίο είναι άριστο για τέτοια εγχειρήματα, καθώς μαθαίνει κανείς καλά, γρήγορα και αποτελεσματικά, και όσα λείπουν εν μέρει από ένα ταχύρρυθμο τμήμα, δηλαδή η διδασκαλία πολιτισμού, περισσότερο λεξιλόγιο, περισσότερη εμβάθυνση στην Γραμματική και παραπάνω καθημερινές επικοινωνιακές καταστάσεις, καλύπτονται είτε με αυτοδιδασκαλία είτε λίγο αργότερα σε γερμανόφωνο περιβάλλον. Όσον αφορά το επιπλέον υλικό προτείνω ό,τι και στην περίπτωση Β.
Αυτές είναι λοιπόν οι τρεις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις μαθητών/τριων. Και οι τρεις περιπτώσεις είναι ενδιαφέρουσες και οι τρεις είναι αντιμετωπίσιμες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτούς/ες τους/τις μαθητές/τριες δεν τους/τις έχουμε για μεγάλο χρονικό διάστημα, οπότε πρέπει να φροντίσουμε να τους/τις δώσουμε τουλάχιστον καλές βάσεις, ώστε να διασφαλίσουμε στον/στην εκάστοτε μαθητή/τρια μια αποτελεσματική πρώτη επαφή με την γλώσσα. Αυτό σημαίνει να μην υπερεκτιμάμε ή υποτιμάμε κανέναν και να προσαρμόζουμε την μαθησιακή διαδικασία.
Και κάτι ακόμα: συχνά οι μαθητές/τριες «θέλουν» ή «απαιτούν» μια διδακτική προσαρμογή ή οποία είναι λάθος, για να μην πω παράλογη. Για παράδειγμα: «Θέλω να μάθω να μιλάω, αλλά δεν θέλω να μάθω Γραμματική» ή «Θέλω οπωσδήποτε να μπορώ να επικοινωνώ στην καινούρια μου δουλειά, αλλά δεν μπορώ να μάθω λεξιλόγιο». Εδώ πρέπει να είμαστε 100% ειλικρινείς και επαγγελματίες και να πούμε «Λυπάμαι, αυτό δε γίνεται». Εμείς ως καθηγητές/τριες προσδιορίζουμε τι είναι διδακτικά σωστό, εφικτό και αποδεκτό, όχι ο εκάστοτε μαθητής ή οποιοσδήποτε άλλος. Όταν σε τόσο βασικά πράγματα περιφρονούμε τις αρχές μας, τότε απομακρύνεται και η επιτυχία.
Τέλος θέλω να αναφερθώ σε κάτι για το οποίο μας ρωτάνε συχνά στον εκδοτικό οίκο: «Έχω έναν μαθητή, με τον οποίο κάνουμε τώρα το Α1/Α2 και θέλει ταυτόχρονα να μάθει ορολογία για τη δουλειά του.» Σε αρχάριους μαθητές/τριες, ανεξάρτητα αν μαθαίνουν με αργό ή γρήγορο ρυθμό, είναι περιττό να μιλάμε για ορολογία, καθώς είναι απαραίτητες οι βασικές γνώσεις σε μια γλώσσα, πριν να μπορεί να ασχοληθεί με ορολογία. Πως να μιλήσουμε για Αρχιτεκτονική, Νοσηλευτική ή Μηχανολογία, αν δεν μπορούμε να θέσουμε απλές ερωτήσεις ή να δώσουμε οδηγίες. Και φυσικά θα χρειαζόμασταν και περισσότερο χρόνο, ο οποίος όμως συνήθως δεν είναι διαθέσιμος. Επιπλέον, εμείς ως καθηγητές/τριες τις περισσότερες φορές δεν έχουμε τις απαραίτητες εξειδικευμένες γνώσεις, κάτι που είναι κατανοητό, καθώς ένας άνθρωπος δε μπορεί να τα ξέρει όλα. Αυτό που μπορούμε να προτείνουμε στους/στις μαθητές/τριες μας είναι να συγκεντρώσουν τις 30, 40, 50 σημαντικότερες λέξεις για τον κλάδο τους και έπειτα να επεξεργαστούμε αυτούς τους όρους μαζί τους.